- παρατελευταίος
- -αία, ον, Α1. πριν από τον τελευταίο, ο προτελευταίος2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προτελευταίαη παραλήγουσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρατελευταίας — παρατελευταίᾱς , παρατελευταῖος penultimate fem acc pl παρατελευταίᾱς , παρατελευταῖος penultimate fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρατελευταίαν — παρατελευταίᾱν , παρατελευταῖος penultimate fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)